- ἀκρύσταλλος
- ἀκρύσταλλοςfree from icemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος … Dictionary of Greek